Παρασκευή 10 Απριλίου 2015

Η κότα με τα κόκκινα αυγά - Παιδική Λέσχη Ανάγνωσης


«Η κότα με τα κόκκινα αβγά»


του Κυριάκου Χ. Αθανασιάδη ήταν η πασχαλινή ιστορία που διάβασαν τα παιδιά στη Παιδική Λέσχη Ανάγνωσης της Βιβλιοθήκης Λιβαδειάς την Παρασκευή 27 Μαρτίου  2015

« Θα σα πω μια αληθινή ιστορία, που μου τη διηγήθηκε ο παππούς μου όταν ήταν μικρός.

Μια φορά και έναν καιρό, λοιπόν ζούσε στο χωριό του μια γριούλα. Ήταν πολύ – πολύ μεγάλη, ίσως εκατό χρονών, κοντή, σκυφτή και τυλιγμένη πάντοτε στα μαύρα της ρούχα. Όλο το χρόνο δούλευε ακούραστα στο περιβόλι της και είχε απ’ όλα τα καλά.

Ζούσε σ’ ένα όμορφο σπιτάκι, έχοντας συντροφιά της μια μικροσκοπική κοτούλα, μ’ ένα στραβό λειρί σαν κοκοράκι. Αυτή η παράξενη κοτούλα δεν έκανε κανένα αβγό για έντεκα μήνες, όμως όλο το μήνα πριν τη Μεγαλοβδομάδα  γεννούσε κάθε μέρα κι από ένα μικρούλι, μακρόστενο αβγουλάκι, που ήταν – ξέρετε τι;- ολοκόκκινο. Μάλιστα ολοκόκκινο, σαν βαμμένο.  Όλοι στο χωριό παραξενεύονταν, μα κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει το φαινόμενο. Κι όταν ρωτούσαν τη γιαγιά πώς γινόταν άραγε αυτό   το θαύμα, εκείνη χαμογελούσε λιγάκι πονηρά, έσκυβε το κεφάλι κι έλεγε: « Α, μη τα ρωτάτε αυτά τα πράγματα. Γίνονται, γίνονται – ξέρω κι εγώ;» Και μάζευε τα αβγά, τα έβραζε να σφίξουν και τα μοίραζε στον κόσμο να τα τσουγκρίσουν μετά την Ανάσταση. ……

Ώσπου μια φοβερή χρονιά, κάποιος τρύπωσε στο κοτέτσι άρπαξε την κότα  με τα κόκκινα αβγά και χάθηκε μες στη νύχτα σαν σκιά.   Ήταν οι μέρες που θα άρχιζε να γεννάει τα κόκκινα αβγά. Η γιαγιά έψαξε παντού να τη βρει, αλλά άδικος κόπος. ……..  Η γιαγιά όταν είδε κι απόειδε αρρώστησε από τον καημό της και ούτε να φάει ούτε να δουλέψει ήθελε στο περιβόλι της, ούτε τίποτε. Και όλοι έλεγαν πως δε θα αντέξει, θα πεθάνει πριν  το Πάσχα.

Και έπειτα …α, έπειτα ο Χειμώνας ξανάρθε απρόσκλητος, κι ας είχε μόλις φύγει για τα βουνά, και στρώθηκε πάνω από το χωριό, άσπρος φοβερός και παγωμένος και ο κόσμος κλείστηκε στα σπίτια, τα παιδιά σταμάτησαν το παιχνίδι…….

Και έφτασε η  Μεγαλοβδομάδα και το κρυσταλλιασμένο χωριό αναρωτιόταν τι άλλο, άραγε, θα το χτυπήσει.

Ώσπου, τη νύχτα ανάμεσα από Τετάρτη και Πέμπτη- αυτή την Πέμπτη που τη λένε και Κόκκινη Πέμπτη κλέφτης, κρυφά, γύρισε ταραγμένος και μετανιωμένος την κοτούλα στο κοτέτσι της γιαγιάς, μαζί με ένα καλάθι αβγά: μικρούλια, μακρόστενα και ολόλευκα.  

Η γιαγιά άκουσε τη φασαρία, έτρεξε στην αυλή, είδε την κοτούλα της κουρνιασμένη στη φωλιά της και καταχάρηκε.  Κι ως το μεσημέρι η κότα γέννησε ξανά, κι αυτή τη φορά το αβγό της ήταν κατακόκκινο και λαμπερό όπως πάντα, κι από μέσα του, από ένα τόσο μια σταλιά ραγισματάκι, ξεχύνονταν ένα σωρό μυρωδιές- αυτές που φέρνουν ….

-          …..την Άνοιξη!  Είπα στον παππού μου.

-          Ακριβώς, απάντησε εκείνος. Την Άνοιξη. Που ήρθε πάλι στο χωριό, έστω και λίγο αργοπορημένη, λιώνοντας πέρα ως πέρα τα χιόνια που το είχαν σκεπάσει.

-          Μα πώς εξηγείται παππού, ρώτησα τότε.

-          -Α, μη τα ρωτάς αυτά τα πράγματα, μου είπε. Γίνονται- γίνονται – ξέρω εγώ;»

Τα παιδιά, με τη βοήθεια της εμψυχώτριας Νιαβής Βασιλικής, επεξεργάτηκαν την ιστορία, μίλησαν για τη μεγάλη γιορτή της άνοιξης το Πάσχα – το θάνατο και την  Ανάσταση του Ιησού, μια γιορτή που συμβολίζει το θάνατο της φύσης  κατά τη διάρκεια του χειμώνα και την ανάστασή της,  με τον ερχομό της άνοιξης.  Αναφέρθηκαν στα ήθη και  έθιμα του τόπους τους και ζωγράφισαν πασχαλινές κάρτες!