Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

"Πετρόσουπα" - Παιδική Λέσχη Ανάγνωσης






Την Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκε η 4η προγραμματισμένη    συνάντηση της Παιδικής Λέσχης Ανάγνωσης.
 Το παραμύθι που διαβάσαμε και επεξεργαστήκαμε,  ήταν η 
 «πετρόσουπα » του Τζον Τζ. Μούθ  σε μετάφραση του Μ. Κοντολέων.  Ήρθε από τη μακρινή Κίνα και μιλά για τη δύναμη και τη σημαντικότητα της προσφοράς.


«Τρεις καλόγεροι, ο Χοκ, ο Λοκ κι ο Σο διασχίζουν μια ορεινή χώρα και προσπαθούν να μάθουν τι είναι αυτό που κάνει τον άνθρωπο ευτυχισμένο. Ο δρόμος τους θα τους φέρει σ' ένα χωριό, όπου οι κάτοικοί του ζούνε μέσα στο φόβο -έχουν συνέχεια κλειστά τα παραθύρια τους και ολοσκότεινα τα δωμάτιά τους. Κι αυτό γιατί πριν από κάποια χρόνια, κάποιοι τους είχαν επιτεθεί και τους είχαν βασανίσει. Κι από τότε ο καθένας από αυτούς βλέπει με δυσπιστία όχι μόνο τον κάθε ξένο που έρχεται στα μέρη τους, αλλά ακόμα και τον ίδιο τον γείτονά του. Και τότε  οι τρεις καλόγεροι αποφασίζουν να τους μάθουν πώς να φτιάξουν μια πετρόσουπα.

Ανάβουν στο κέντρο της πλατείας μια φωτιά και βάζουν μια  χύτρα με νερό για την πετρόσουπα.   Ένα θαρραλέο κοριτσάκι τους πλησιάζει και δέχεται  να βοηθήσει τους  καλόγερους να ψάξουν  για να  βρουν τις   κατάλληλες πέτρες για τη σούπα. Όμως η χύτρα ήταν μικρή και έτσι το κοριτσάκι πηγαίνει σπίτι της και ζητά από τη μαμά της τη χύτρα τη μεγάλη. Όλο περιέργεια  κατεβαίνει και η μαμά της στην πλατεία για να δει πως γίνεται μια πετρόσουπα.

Σιγά σιγά από περιέργεια κατέβηκε όλο το χωριό στην πλατεία. Κάθε φορά που οι καλόγεροι έλεγαν ότι τους έλειπε κάτι για να γίνει η σούπα καλύτερη, όλο και κάποιος από το χωριό έτρεχε πρόθυμα στο σπίτι του για να το φέρει. Έτσι  φτιάχτηκε η καλύτερη σούπα που είχε φτιαχτεί ποτέ,  είχε μέσα όλα όσα έφεραν πρόθυμα  οι κάτοικοι του χωριού.

Μετά όλοι μαζί κάθισαν γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι για να τη φάνε, αφού έφεραν από το σπίτι τους ότι άλλο είχαν, τσάι για να πίνουν, γλυκά, και πίτες,  φρεσκομαγειρεμένο  ρύζι, αφράτα ψωμάκια και  πολύχρωμα φαναράκια για να στολίσουν τη γιορτή τους. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που είχαν έτσι όλοι μαζί γιορτάσει, τόσα πολλά που κανείς δε θυμότανε το πότε.

Την άλλη μέρα το πρωί που θα έφευγαν οι καλόγεροι από το χωριό, μαζεύτηκαν όλοι οι χωρικοί κάτω από τον ίσκιο μιας ιτιάς για να τους αποχαιρετήσουν και να τους ευχαριστήσουν για αυτό που τους έμαθαν.

Τους χαιρέτησαν και τους ευχαρίστησαν που τους έμαθαν πόσο όμορφο πράγμα είναι να μοιράζεσαι με τον άλλο ό,τι κι αν έχεις, και ότι για να είναι  κανείς ευτυχισμένος είναι τόσο απλό, όσο και το να φτιάξεις μια πετρόσουπα! 

Με τη βοήθεια  μου τα παιδιά μάζεψαν και έβαλαν στο  σακούλι τους  παροιμίες που έχουν σχέση με την προσφορά, την αλληλοβοήθεια, την ευγνωμοσύνη… όπως τις πιο κάτω:  

  • Πίνει η κότα το νερό, μα κοιτάει και το Θεό.
  •  Όταν δίνεις να ξεχνάς, όταν παίρνεις να θυμάσαι.

  •  Ό,τι έκανες γειτόνισσα εις το δικό μου γάμο, να μ’ αξιώσει ο Θεός διπλά να σου τα κάμω.
  • Κράτα με να σε κρατώ, ν' ανεβούμε το βουνό.

  • Να μην ξέρει το αριστερό σου χέρι τι κάνει το δεξί σου.

  • Το ένα χέρι νίβει το άλλο και τα δυο το πρόσωπο.

  • Το να αισθάνεσαι ευγνωμοσύνη και να μην το λες είναι σαν να τυλίγεις ένα δώρο και να μην το δίνεις.



  • Πάντα να δίνεις χωρίς να θυμάσαι και πάντα να παίρνεις χωρίς να ξεχνάς.



Μέσα στο  σακούλι τους έριξαν και ότι  χρειάζεται ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος, όπως:
 αγάπη, φίλους, αλληλοβοήθεια, ευγνωμοσύνη, εργασία, ταξίδια,  εκδρομή στη φύση, οικογένεια, αγάπη για τα βιβλία, αγάπη για τα ζώα και τα πουλιά, όνειρα, υπομονή, θάρρος, αισιοδοξία κ.α.

Το σακούλι στο οποίο βάλαμε όλα αυτά μέσα φτιάχτηκε με αγάπη από την  κ. Ελένη Μιμίκου, υπάλληλο της Βιβλιοθήκης Λιβαδειάς.  
Φεύγοντας τα παιδιά πήραν και το βιβλιαράκι τους με την ιστορία που έγραψαν στην προηγούμενη συνάντηση " Οι έξι φύλοι κααι ο ψήλος". Γράφτηκε από μένα και εκδόθηκε από τη βιβλιοθήκη και τα παιδιά θα το εικονογραφίσουν μόνα τους.  
Θέλω να ευχαριστήσω την κ. Ιουλία Βελέντζα που μας πρότεινε το εξαιρετικό βιβλίο "πετρόσουπα", το οποίο "άγγιξε" τις ψυχές των παιδιών. 




 






 




 Η Εμψυχώτρια Νιαβή Βασιλική


Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2016

Λιβαδειά - η ιστορία του ονόματός της

Σύμφωνα με την παράδοση η Λιβαδειά κτίστηκε όταν έφτασε στη Μίδεια ο Λέβαδος, ερχόμενος «εξ Αθηνών». Η Μίδεια, ο πρώτος οικισμός της περιοχής, βρισκόταν σε υψηλότερο σημείο απ’ ότι είναι σήμερα η Λιβαδειά, στο οροπέδιο του Αγίου Παντελεήμονα
Ήταν πρωτεύουσα των Αθαμάνων στην περί το Λαφύστιον χώρα. Άρα οι πρώτοι κάτοικοι της Λιβαδειάς ήταν οι Αθαμάνες της Μίδειας. H Μίδεια ήταν η μητέρα του Ασπληδόνα, του οποίου το όνομα δόθηκε στην πόλη της Βοιωτίας, Ασπληδόνα.

Όταν ο παραλίμνιοι οικισμοί Ελευσίνα και Αθήναι, που βρίσκονταν κοντά στον Τρίτωνα ποταμό, καταποντίστηκαν και οι κάτοικοι των Αθηνών κατέφυγαν, με επικεφαλής το Λέβαδο, στη Μίδεια. Εδώ γεννάται το εξής ερώτημα « γιατί οι Αθηναίοι της Κωπαΐδας ζήτησαν καταφύγιο, προστασία στη Μίδεια και όχι κάπου αλλού;»
Μάλλον έκαναν και αυτοί ότι θα κάναμε και μεις σήμερα αν είχαμε κάποιο σοβαρό πρόβλημα, δηλαδή θα ζητούσαμε βοήθεια από τους συγγενείς μας και όχι από ξένους. Άρα οι Αθηναίοι της Κωπαΐδας ήταν Αθαμάνες όπως και κάτοικοι της Μίδειας, γι’ αυτό τους δέχτηκαν ως αδελφούς και τους περιέλθαψαν.
Αρχικά οι κάτοικοι της Μίδειας βρίσκονταν σε οροπέδιο, δηλαδή σε τόπο χρήσιμο για την κτηνοτροφία τους, αλλά ακατάλληλο για την γεωργία. Ο Λέβαδος μαζί με τους κατοίκους των Αθηνών προερχόταν από αγροτική περιοχή, άρα έπρεπε να διαλέξει ένα μέρος κατάλληλο για γεωργία. Διάλεξε να κατοικήσει το χώρο της μετέπειτα Λιβαδειάς, ώστε, να έχει πρόσβαση στη μικρή κοιλάδα που πότιζαν οι ποταμοί της Έρκυνας και της Προβασίης
Οι πλημμυροπαθείς της Αθήνας έχτισαν τη νέα τους πόλη στην ανατολική όχθη της Έρκυνας την ονόμασαν Λεβάδεια από το όνομα του οικιστού της, τον Λέβαδο. Στη Λεβάδεια – Λιβαδειά -κατέβηκαν και οι κάτοικοι της Μίδειας οι οποίοι με τα χρόνια άφησαν την κτηνοτροφία και ασχολήθηκαν με την καλλιέργεια της γης.

Η ολοσχερής καταστροφή της πόλης των Αθηνών, άφησε οδυνηρές αναμνήσεις στους κατοίκους της. Η απώλεια των αγαπημένων προσώπων, ο πόνος για τη στέρηση των πατρώων εδαφών, του σπιτιού τους χαράχθηκαν βαθιά μέσα στη ψυχή τους και διατηρήθηκε ανεξίτηλα στις επόμενες γενιές.
Εξακολουθεί να υπάρχει ένας λεβαδειακός θρύλος ακόμη και σήμερα , που λέει ότι κάτω από το υπέδαφος της πόλης περνά ένα υπόγειο ποτάμι, η Κλυμένη, που σε περίπτωση αποφράξει θα καταστρέψει την πόλη «… όπως την κατάστρεψε και τα παλιά χρόνια».
Βέβαια η Λιβαδειά ποτέ στην ιστορία της δεν καταστράφηκε από πλημμύρα. Τούτο αποκλείεται και λόγω της γεωγραφικής της θέσης. Η αναφορά αυτού του θρύλου μας θυμίζει τη βιβλική καταστροφή της κωπαϊδικής Αθήνας πριν χιλιάδες χρόνια.

Δε γνωρίζουμε το χρόνο κτίσης της Λιβαδειάς, αλλά μπορούμε να πούμε ότι κτίστηκε αφού τα  αποστραγγιστικά έργα της Κωπαΐδα; είχαν καταστραφεί άρα ήταν και πάλι λίμνη και λόγω της χειμωνιάτικης κακοκαιρίας καταποντίστηκαν "αι Αθήναι" και η Ελευσίνα της Κωπαΐδας. Πιο συγκεκριμένα μπορούμε να πούμε ότι κτίστηκε μετά την ήτα του Βασιλιά του Ορχομενού Εργίνου από τους Θηβαίους και πριν την εκστρατεία στην Τροία, γιατί είχε στείλει και αυτή πλοία και παλικάρια με αρχηγό τον Αρκεσίλαο.

Οι πιο πάνω χάρτες είναι από το βιβλίο του Σπ. Φλώρου " Λεβαδειακή Τριλογία"