Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2016

Ο Δίας, η Αλκμήνη και ο Αμφιτρύωνας (3)



Ο Δίας είδε μια μέρα την όμορφη Αλκμήνη και αποφάσισε να την κάνει δική του. Ήθελε να κάνει μαζί της τον πιο γενναίο και πιο δυνατό ανάμεσα στους θνητούς, αυτόν που θα γινόταν λυτρωτής των ανθρώπων από τα δεινά. Εκμεταλλεύτηκε την απουσία του Αμφιτρύωνα πήρε τη μορφή του Αμφιτρύωνα, όπως θα ήταν καθώς όταν θα γύριζε από την εκστρατεία, και ένα βράδυ εμφανίστηκε στην πόρτα της, ενώ γύρω του έβρεχε χρυσή βροχή.

Στο ένα χέρι του κρατούσε χρυσό κύπελλο και στο άλλο ένα περιδέραιο. Η Αλκμήνη ξεγελάστηκε και νόμισε ότι ήτανο Αμφιτρύωνας, γι' αυτό του ζήτησε να της πει όλα όσα έγιναν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας. Ο Δίας σαν θεός που ήταν της τα διηγήθηκε και αφού της έδωσε τα δώρα κοιμήθηκε μαζί της.

Ο Δίας και η Αλκμήνη
Ο Δίας όμως είχε παρακαλέσει τον Ήλιο να μη βγει τρεις μέρες. Έτσι η νύχτα κράτησε όσο τρεις νύχτες. Γι' αυτό ο Ηρακλής, που γεννήθηκε από αυτή τη νύχτα ονομάστηκε "τριέσπσερος" γιατί χρειάστηκαν τρεις νύχτες για τη σύλληψή του και "τρισέληνος", γιατί βγήκε τρεις φορές απανωτά το φεγγάρι χωρίς να γίνει μέρα. Μετά ο Δίας εξαφανίστηκε πριν επιστρέψει ο Αμφιτρύωνας.

           Την ίδια νύχτα ήρθε και ο Αμφιτρύωνας νικητής από τον πόλεμο, αλλά η Αλκμήνη δεν τον υποδέχτηκε όπως περίμενε ο Αμφιτρύωνας. Την ρώτησε να μάθει για πιο λόγο δεν ήταν καλή μαζί του. Η Αλκμήνη παραξενεύτηκε, και με την σειρά της τον ρώτησε γιατί παραπονιόταν αφού πριν από λίγο είχαν πλαγιάσει μαζί και μάλιστα του έδειξε και το χρυσό κύπελλο. Ο Αμφιτρύωνας αρνιόταν και ορκιζόταν πως δεν είχε ξαναρθεί το ίδιο βράδυ στο δωμάτιό της ούτε της είχε δώσει κανένα χρυσό κύπελλο. Αποδείξει για όλα αυτά, έλεγε, ήταν το χρυσό κύπελλο, που της έφερνε δώρο από τα λάφυρα που ήσαν μέσα στο κιβώτιο. ‘Οταν όμως άνοιξαν το κιβώτιο το κύπελλο δεν ήταν εκεί.



Ο Αμφιτρύωνας δεν ήξερε τι να πει γι' αυτό πήγε και ζήτησε βοήθεια από το μάντη Τειρεσία, ο οποίος του είπε ότι ο Δίας ήταν εκείνος που είχε πάρει τη μορφή του και ενώθηκε με την Αλκμήνη. Έτσι τον Ηρακλή τον συνέλαβε με τον Δία και τον Ιφικλή με τον Αμφιτρύωνα.


Η Αλκμήνη στην πυρά
Άλλη παραλλαγή του μύθου λέει ότι ο Αμφιτρύωνας δεν πίστεψε την Αλκμήνη και θύμωσε πολύ για την απιστία της, γι' αυτό άναψε φωτιά με τη βοήθεια του Αντήνορα για να κάψει την άπιστη γυναίκα του. Ο Δίας όμως εξακόντισε τον κεραυνό του, που πέφτει μπροστά στη σωρό των ξύλων, και στέλνει σύννεφα που φέρνουν βροχή για να σβήσουν οι φλόγες.Μετά από όλα αυτά πίστηκε ότι η Αλκμήνη του έλεγε την αλήθεια και ότι ο Δίας ήταν αυτός που του είχε πάρει τη μορφή του.

Ο Αμφιτρύωνας πολεμά τους Τηλεβόες στη χώρα των Ταφίων (2)



Ο Αμφιτρύωνας μετά την εξέλιξη που είχε το κυνήγι της αλεπούς του Τευμησσού, ετοίμασε την εκστρατεία του εναντίον των Τηλεβόων για να τους τιμωρήσει για το κακό που είχαν κάνει στις Μυκήνες και την Τύρινθα. Ο Αμφιτρύωνας σε αυτήν του τη εκστρατεία είχε αρκετούς συμμάχους μεταξύ αυτών και τους Θηβαίους. Αρχηγός της εκστρατείας ορίστηκε ο ίδιος.

Οι Τηλεβόες, που ζούσαν στη χώρα των Ταφίων στην Ακαρνανία, ήταν κλεισμένοι στο κάστρο τους και από  πολεμούσαν τον Αμφιτρύωνα και τους στρατιώτες του. Παρ' όλες τις επιθέσεις που έκαναν δεν μπορούσαν να τους νικήσουν γιατί ο βασιλιάς τους Πτερέλαος ήταν αθάνατος και αήττητος χάριν της χρυσής τρίχας που είχε στο κεφάλι του, δώρο του Ποσειδώνα. Αυτή η χρυσή τρίχα ήταν το μυστικό της δύναμής του και της αθανασίας του.

Ο Αμφιτρύωνας έμαθε το μυστικό και βασανιζόταν με τι τρόπο θα καταφέρει να πάρει τη χρυσή τρίχα από το κεφάλι του. Η λύση ήρθε από κει που δεν την περίμενε ο Αμφιτρύωνας. Μια μέρα που η Κομαιθώ, η κόρη του Πτερέλαου, αντίκρισε από τα τείχη της πόλης της τον Αμφιτρύωνα τον ερωτεύθηκε και τον βράδυ τον επισκέφτηκε στη σκηνή του. Έτσι βρήκε την ευκαιρία ο Αμφιτρύωνας και την παρακάλεσε να τον βοηθήσει. Της ζήτησε να πάει την ώρα που ο πατέρας της κοιμόταν να του φέρει τη χρυσή τρίχα. Η Κομαιθώ δέχτηκε να τον βοηθήσει και το άλλο βράδυ του έφερε τη χρυσή τρίχα. Την επόμενη μέρα, κατά τη διάρκεια της μάχης, ο Πτερέλαος έχανε σιγά σιγά τη δύναμή του μέχρι που πέθανε και έτσι ο Αμφιτρύωνας νίκησε του Τηλεβόες.

Ο μύθος λέει ότι ο Αμφιτρύωνας πριν φύγει σκότωσε την Κομαιθώ γιατί πρόδωσε τον πατέρα της όμως άλλη παραλλαγή του μύθου αναφέρει ότι την Κομαιθώ την έριξαν οι Τηλεβόες από τα τείχη γιατί τους πρόδωσε. Νικητής ο Αμφιτρύωνας πήρε όσα λάφυρα μπορούσε, ανάμεσά τους υπήρχε και η ασπίδα του βασιλιά Πτερέλαου. Τα υπόλοιπα λάφυρα τα μοίρασε στους συμμάχους του. Αφού πήρε τη λεία του πήρε το δρόμο της επιστροφής του για τη Θήβα, ήσυχος πλέον αφού τιμώρησε τους εχθρούς της πατρίδας του.


Αμφιτρύωνας και Αλκμήνη και το ταξίδι τους από τις Μυκήνες στη Θήβα ( 1 )



Πριν τρεις χιλιάδες χρόνια περίπου στις πλαγιές ενός  αργολικού λόφου άκμασε μια πολιτεία που το όνομά της ήταν Μυκήνες. Στην κορυφή του λόφου υψωνόταν η ακρόπολη με τα κυκλώπεια τείχη της και με την πύλη με τα πέτρινα λιοντάρια. Στη πολιτεία αυτή βασιλιάς ήταν ο Ηλεκτρίωνας γιος του μεγάλου Περσέα που ήταν γιος της Δανάης. Ήταν δίκαιος και καλός άρχοντας. Σε ένα πανηγύρι μπήκαν οι Τηλεβόες, που κατοικούσαν στην Ακαρνανία, στην αργολική πεδιάδα και άρπαξαν βόδια, άλογα, γιδοπρόβατα, έσπασαν τις αποθήκες, πήραν γεννήματα και δυο τρεις άνδρες αιχμαλώτους και έφυγαν τρέχοντας.



Η απελευθέρωση της Ανδρομέδας  από τον Περσέα


Ο Ηλεκτρύωνας θεώρησε ότι δεν θα ξαναγίνει και δεν έδωσε μεγάλη σημασία στο περιστατικό. Αλλά οι Τηλεβόες έκανα και δεύτερη και τρίτη επιδρομή. Μάλιστα κατά την τρίτη επιδρομή ήρθαν σε σύγκρουση με του Μυκηναίους. Τους κυνήγησαν, έγινε μάχη αληθινή όπου ανάγκασαν τους Τηλεβόες να υποχωρήσουν και να αφήσουν τα ζωντανά και τους αιχμαλώτους. Σε αυτή τη μάχη  ξεχώρισε για την ανδρεία του ο Αμφιτρύωνας, ο εγγονός του Περσέα και ανιψιός του Ηλεκτρύωνα. Θεώρησε ο Ηλεκτρύωνας ότι ο Αμφιτρύωνας ήταν ο κατάλληλος γαμπρός για την κόρη του, την Αλκμήνη γι’ αυτό και τους αρραβώνιασε. 



Πέρασε καιρός και ο γέρο Ηλεκτρύωνας καθισμένος σε ένα κορμό δέντρου καμάρωνε τα βόδια του όταν τον επισκέφτηκε ο ανιψιός του ο Αμφιτρύωνας. Του είχε φέρει κακά μαντάτα για τους δυο γιους του οι οποίοι είχαν σκοτωθεί σε μια μάχη με τους Τηλεβόες, οι οποίοι επιτέθηκαν πάλι στη πόλη των Μυκηνών.

Ο Ηλεκτρύωνας θρήνησε για το χαμό των παιδιών του και αποφάσισε να πάει να τιμωρήσει τους Τηλεβόες και  στη θέση του θα άφηνε τον ανιψιό του. Αυτό όμως δεν έγινε γιατί κάποια μέρα, ενώ συζητούσαν ανιψιός και θείος για την εκστρατεία, ακούστηκε μεγάλη φασαρία στο κοπάδι του Ηλεκτρύωνα. Μια δαιμονική ορμή έσπρωχνε τα βόδια στο γκρεμό. Έτρεξε ο Ηλεκτρύωνας να δει τι συμβαίνει και χάθηκε μέσα στον κουρνιαχτό που είχε σηκωθεί. Ο Αμφιτρύωνας πήρε μια μεγάλη κορύνη και πήγε τρέχοντας στο κοπάδι. Μέσα στην αναταραχή ακούστηκε ένας βόγκος κι ένας κρότος, σαν κορμί που πέφτει. Ο Αμφιτρύωνας έτρεξε προς τα εκεί. Ο γερο – Ηλεκτρύωνας κειτόταν νεκρός. Η κορύνη που τον είχε χτυπήσει ήταν δίπλα του.

Ο Αμφιτρύωνας έσκυψε πάνω του, πήρε το άψυχο κορμί στα χέρια του και τον πήγε στο καλύβι. Οι βοσκοί στέκονταν γύρω αμίλητοι. Ο Βουκέας, ο επιστάτης των κοπαδιών, συμβούλεψε τον Αμφιτρύωνα να πάει στις Μυκήνες, στο μάντη, να του πει τι πρέπει να κάνει για να εξαγνιστεί, αλλιώς οι θεοί δεν θα τον άφηναν να ησυχάσει.

Χωρίς να χάσει καιρό ο Αμφιτρύωνας πήρε το δρόμο για τις Μυκήνες για να συναντήσει το μάντη. Μόλις τον είδε ο μάντης σήκωσε τα χέρια του ψηλά και τον πρόσταξε να μην πλησιάσει το βωμό γιατί φοβερό κακό έχει κάνει και πρέπει να καθαριστεί.

Τον διέταξε να φύγει από τις Μυκήνες παίρνοντας μαζί του και την Αλκμήνη και να πάει στη Θήβα. Εκεί που θα πάει τον περιμένει μέγας θεός που θα τον τιμήσει και θα τον δοξάσει. Την ίδια μέρα, πάνω σε λαμπρή άμαξα, που την έσερναν δυο δυνατά άλογα, ο Αμφιτρύωνας και η Αλκμήνη πήραν το δρόμο για τη Θήβα. Βασιλιάς των Μυκηνών και της Τίρυνθας ορίστηκε ο αδελφός του Ηλεκτρύωνα και θείος του Αμφιτρύωνα,  ο Σθένελος, πατέρας του Ευρυσθέα.

Ο Κέφαλος και το σκυλί του Λάιλαψ


Ο Αμφιτρύωνας και η Αλκμήνη μετά από αρκετές μέρες ταξιδιού έφτασαν στην πύλη του Ισμηνού.  Ζήτησε φιλοξενία από το βασιλιά της επτάπυλης  Θήβας Κρέοντα, αφού εξήγησε το λόγο για τον οποίο βρισκόταν στην πόλη του. Ο Κρέοντας με μεγάλη χαρά δέχτηκε να τους φιλοξενήσει και να βοηθήσει τον Αμφιτρύωνα, δίνοντάς του στρατό να αντιμετωπίσει τους εχθρούς της πατρίδας του, τους Τηλεβόας.

Λαίλαπας και αλεπού
Του ζήτησε πρώτα όμως να σκοτώσει την άγρια αλεπού του Τευμησσού και να λυτρώσει τους κατοίκους της Θήβας από τη μεγάλη συμφορά που τους είχε βρει. Οι Θηβαίοι έπρεπε κάθε μήνα να της προσφέρουν ένα παιδί, αλλιώς άρπαζε και σκότωνε πολλούς πάνω στο θυμό της. Ο Αμφιτρύωνας προσπάθησε να την εξοντώσει, αλλά μάταια γιατί ήταν έτσι φτιαγμένη που να μην μπορεί κανείς να την πιάσει. Άρχισε να ζητάει βοήθεια και τότε σκέφτηκε να απευθυνθεί στον Κέφαλο, που ζούσε στην Αττική, και είχε έναν σκύλο, τον Λαίλαπα, που δεν του ξέφευγε τίποτε στο κυνήγι. Πράγματι κάλεσε τον Κέφαλο και του υποσχέθηκε αν θα σκότωνε την αλεπού θα του έδινε ως αμοιβή τα μισά λάφυρα που θα έπαιρνε από τον πόλεμο με τους Τηλεβόες, όταν θα πραγματοποιούσε την εκστρατεία. Κάποια μέρα που το σκυλί κυνηγούσε την αλεπού  και πριν προλάβει να την πιάσει, επενέβη ο Δίας και πέτρωσε τα δυο ζώα.

Μετά πό αυτό ο Αμφιτρύωνας είναι έτοιμος για την εκστρατεία του στους Τηλεβόες. Αφού ετοιμάστηκε ο στρατός ο Αμφιτρύωνας ξεκίνησε για να αντιμετωπίσει τους Τηλεβόες. Στο παλάτι η Αλκμήνη περνούσε τις μέρες της περιμένοντας τον αγαπημένο της Αμφιτρύωνα.