Παρασκευή 5 Ιουνίου 2020

Κέκροπας, ο πανάρχαιος βασιλιάς της Αθήνας

 Ο Κέκροπας ήταν πανάρχαια μορφή της Αττικής. Ήταν αυτόχθονος, γεννημένος από την ίδια τη Γη, και διφυής ως προς τη μορφή. Ήταν δηλ. ένα από τα παράξενα εκείνα δίμορφα πλάσματα, από τη μέση και πάνω άνθρωπος και από τη μέση και κάτω φίδι, όπως ο Τυφώνας. Λένε πως πριν να εμφανιστεί ο Κέκροπας, ο τόπος που μετά ονομά­στηκε Αθήνα λεγόταν αρχικά Ακτική ή Ακτή, από το όνομα ενός Ακταίου που ήταν ένας πανάρ­χαιος αυτόχθονας βασιλιάς στην Αττική. Όταν πέθανε ο Ακταίος τον διαδέχτηκε ο Κέκροπας, έγινε βασιλιάς και κατοίκησε στο βράχο της Ακρό­πολης, που έχτισε τα τείχη της, και από το όνομα του ονομάστηκε «Κεκροπία».
 Ο Κέκροπας παντρεύτηκε την κόρη του Ακταί­ου ‘Αγραυλο (= «αυτή που μένει στους αγρούς») και απόκτησε μαζί της ένα γιο, τον Ερυσίχθονα και τρεις κόρες, την ‘Αγραυλο, την Έρση και την Πάνδροσο. Ο γιος όμως δεν έμελλε να βασιλέ­ψει, γιατί πέθανε νέος όσο ζούσε ακόμα ο πατέ­ρας του.

Ο Κέκροπας μάρτυρας στη διαμάχη Αθηνάς Ποσειδώνος
Οι κόρες του Κέκροπα ήταν μορφές όπως οι ‘Ωρες και οι Νύμφες, και ήταν αυτές που έριχναν πάνω στους αγρούς και τα λιβάδια τη δρο­σιά, όπως το δείχνουν και τα ονόματα τους Άγραυλος, Έρση (δροσιά), Πάνδροσος. Στις χορταρένιες απλωσιές μπροστά από τους ναούς της Αθηνάς έστηναν το χορό με πρωτοχορευτή τον ίδιο τον Ερμή, ενώ ο Πάνας έπαιζε το σου­ραύλι του. Μία μάλιστα απ’ αυτές, η Έρση, ενώ­θηκε με τον Ερμή και γέννησε τον Κέφαλο.

 Οι κόρες του Κέκροπα είχαν άσχημο τέλος, που προήλθε από την παρακάτω ιστορία: Η Αθηνά τους έδωσε να φυλάξουν ένα κιβώτιο, μέσα στο οποίο είχε κρύψει τον μικρό Εριχθόνιο, με την αυστηρή εντολή να μην το ανοίξουν. Εκείνες όμως φλέγονταν από περιέργεια να μάθουν τι έκρυβε το κιβώτιο και παραβαίνοντας την εντολή της θεάς, το άνοιξαν. Την ίδια στιγμή τις χτύπησε και τις τρεις τρέλα και χωρίς να ξέρουν τι κάνουν άρχισαν να τρέχουν, ώσπου έπεσαν από τα τείχη της Ακρόπολης και σκοτώθηκαν.

Ο Κέκροπας αφού έγινε βασιλιάς πάνω στην Ακρόπολη άρχισε να παίρνει διάφορα μέτρα για να οργανώσει καλύτερα τη ζωή της πόλης του. Πρώ­τα, όπως είπαμε, έχτισε τα τείχη πάνω στο βράχο. Αργότερα χρειάστηκε να οργανώσει καλύτερα την άμυνα της χώρας, όταν απείλησαν εχθροί την Αττική. Από τη θάλασσα έφτασαν οι Κάρες και από την ξηρά εμφανίστηκαν οι Βοιωτοί, που τότε τους έλεγαν Άονας
Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος και έπρεπε να συγκεντρωθούν δυνάμεις για την αντίσταση. Γι΄ αυτό ο Κέκροπας σκέφτηκε να μα­ζέψει τους κατοίκους που ως τότε ζούσαν σκόρ­πιοι και να τους βάλει να μείνουν σε χωριά που μετά τα οργάνωσε σε μια ενιαία πόλη. Τη μεγάλη αυτή πόλη την αποτέλεσαν τα παρακάτω δώδεκα μέρη και για τούτο ονομάστηκε δωδεκάπολη: Κε­κροπία, Τετράπολις, Επακρία, Δεκέλεια, Ελευσίνα, Άφιδνα, Θορικός, Βραυρώνα, Κύθηρος, Σφηττός, Κηφισιά. Ως δωδέκατο μέρος άλλοι λένε πως ήταν το Φάληρο, άλλοι η Αθήνα. Μια παρόμοια συνένωση των δώδεκα χωριών ξανάγινε αργότερα όταν βασίλεψε στην Αθήνα ο Θησέας. Έτσι με ενωμένους τους κατοίκους της Αττικής μπόρεσε ο Κέκροπας να αντιμετωπίσει με επιτυ­χία τους εισβολείς.

 Διηγούνται μάλιστα πως τότε ο Κέκροπας έκανε και την πρώτη καταμέτρηση του πληθυσμού δηλαδή κάθε κάτοικος έπρεπε να φέρει μια πέτρα και να τη ρίξει σε ένα ορισμέ­νο μέρος. Έτσι μπόρεσε και τους μέτρησε και λένε ότι από το γεγονός αυτό ονομάστηκαν λαός (από τη λέξη λάς = λίθος), ενώ πρώτα ήταν ένα απροσδιόριστο πλήθος.

Ο Κέκροπας ήταν ο πρώτος που έκανε τους νόμους στην Αθήνα. Έβαλε τάξη στις σχέσεις των ανθρώπων επισημαίνοντας τη διπλή τους καταγωγή και επιβάλλοντας τη μονογαμία. Ενώ δηλ. πρώτα η ερωτική σχέση ήταν ελεύθερη όπως στα ζώα, με αποτέλεσμα τα παιδιά να μη γνωρίζουν τον πατέρα τους, παρά μόνο τη μητέρα τους και την καταγωγή τους από αυτήν, από δω και πέρα, με τη μονογαμία που θέσπισε ο Κέκροπας, τα παι­διά άρχισαν να αναφέρονται στην πατρική τους καταγωγή.

Από τον Κέκροπα επίσης αρχίζει να επικρατεί η συνήθεια να θάβουν τους νεκρούς. Ακόμα, σύμφωνα με μια παλιά παράδοση, αυτός ήταν που έφερε πρώτος το αλφάβητο στην Αθή­να. Άλλες πράξεις που έκανε ήταν ότι καθιέρω­σε τη λατρεία του Κρόνου και της Ρέας, έχτισε ένα ιερό για τον Δία ‘Υπατο, που ο ίδιος τον ονό­μασε έτσι, και έστησε στο μέρος του Ερεχθείου ένα άγαλμα του Ερμή από ξύλο ελιάς. Για τις θυ­σίες όρισε πως δεν πρέπει στους βωμούς να σφά­ζουν και να καίνε ζωντανά πλάσματα, όπως έκα­ναν άλλοι, αλλά να προσφέρουν κάτι ειδικά γλυκί­σματα, φτιαγμένα για το σκοπό αυτό από μέλι, αλεύρι και λάδι, που τα έλεγαν «πελάνους».

Η βασιλεία του Κέκροπα συνδέεται και με το περιστατικό από το οποίο η Αθήνα πήρε το όνομα της. Την εποχή εκείνη σκέφτηκαν οι θεοί πως πρέπει να πάρουν τις πόλεις της Ελλάδας υπό την προστασία τους, για να τους χτίζουν οι άνθρωποι ναούς και να τους προσφέρουν θυσίες. ‘Ετσι άρ­χισαν να μοιράζονται τις πόλεις μεταξύ τους, αλ­λά μοιραία, όταν δύο θεοί ήθελαν την ίδια πόλη, κατέληγαν να φιλονικήσουν μεταξύ τους. Όπως για το Άργος ξέσπασε έρις ανάμεσα στην Ήρα και τον Ποσειδώνα, το ίδιο έγινε και για την πόλη του Κέκροπα ανάμεσα στην Αθηνά και τον Ποσει­δώνα: για να κερδίσουν την πόλη άρχισαν έναν αγώνα μεταξύ τους, ποιος θα δώσει το πιο χρήσι­μο δώρο στην πόλη. Ανέβηκαν τότε πάνω στο βρά­χο της Ακρόπολης, όπου ήρθαν και οι άλλοι δέκα θεοί από τον Όλυμπο για να κάνουν το δικαστή στη διαφωνία των δύο θεών, ενώ ο Κέκροπας πα­ρίστατο ως μάρτυρας. ‘Αλλοι πάλι – αργότερα όμως – είπαν πως δικαστής ήταν ο ίδιος ο Κέκρο­πας. Όταν έφτασαν λοιπόν όλοι στην Ακρόπολη, άρχισε ο αγώνας ανάμεσα στους δύο θεούς. Πρώτος ήρθε ο Ποσειδώνας, στάθηκε στη μέση του βράχου και με την τρίαινα του έδωσε ένα δυ­νατό χτύπημα στο έδαφος. Αμέσως ξεπήδησε ένα κύμα αλμυρού νερού που σχημάτισε μια μικρή λίμνη που την ονόμασαν «Ερεχθηίδα θάλασσα». Μετά ήρθε η σειρά της Αθηνάς να παρουσιάσει το δώρο της και αφού κάλεσε τον Κέκροπα για μάρ­τυρα, φύτεψε μια ελιά πάνω στο βράχο, που ξεπε­τάχτηκε γεμάτη καρπό. Το δέντρο αυτό σωζόταν για πολλά χρόνια αργότερα και το έδειχναν στο Πανδρόσειο.

 Μετά από το δώρο της Αθηνάς ο Δίας κήρυξε το τέλος του αγώνα και είπε στους άλλους θεούς να κρίνουν σε ποιον από τους δύο θεούς θα δοθεί η πόλη. Συγχρόνως ζήτησαν τη μαρτυρία και τη γνώμη του Κέκροπα. Αυτός από το βράχο ψηλά έριξε μια ματιά γύρω, αλλά όπου και να γύριζε, τα μάτια του αντίκριζαν αλμυρό νε­ρό, τις θάλασσες που από παντού έζωναν τη χώ­ρα. Το δώρο λοιπόν του Ποσειδώνα δεν ήταν τίποτα νέο, ούτε ιδιαίτερα χρήσιμο. Το δέντρο όμως που είχε κάνει η Αθηνά να φυτρώσει ήταν το πρώ­το που φύτρωνε σε όλη τη χώρα και ήταν συνάμα για την πόλη η υπόσχεση για δόξα και ευτυχία. Γι’ αυτό ο Κέκροπας θεώρησε πως το δώρο της Αθηνάς ήταν πιο χρήσιμο και έτσι της δόθηκε η κυριαρχία της πόλης. Από τότε η πόλη πήρε το όνομα της και λέγεται Αθήνα. 

Θησέας, ο βασιλιάς της Αθήνας


Ο Θησέας ήταν γιος του βασιλιά της Αθήνας Αιγέα και της Αίθρας, κόρη του βασιλιά της Τροιζίνας Πιτθέα. Όταν ο Αιγέας επισκέφτηκε τον Πιτθέα κοιμήθηκε με την Αίθρα. 

Πριν φύγει για την Αθήνα είπε στην Αίθρα ότι αν από το γάμο τους γεννηθεί γιος, να τον αναθρέψει αντάξια του πατέρα του χωρίς να φανερώσει την ταυτότητά του, και όταν μεγαλώσει και γίνει έφηβος να έρθει στην Αθήνα να τον συναντήσει. Λέγοντας αυτά στην Αίθρα, ο Αιγέας την οδήγησε στο δρόμο προς την Ερμιόνη, όπου υπήρχε μία μεγάλη πέτρα, ο «βωμός του Σθενίου Διός», δηλαδή βωμός του δυνατού Δία, όπως την ονόμαζαν. Κάτω από την πέτρα αυτή, ο Αιγέας τοποθέτησε το ξίφος και τα σανδάλια του λέγοντας στην Αίθρα ότι όταν ο γιος τους σηκώσει αυτή την πέτρα, να φορέσει τα σανδάλια και να ζωστεί το ξίφος ώστε όταν έρθει στην Αθήνα να μπορέσει να τον αναγνωρίσει.

Στο τέλος της εφηβείας του, ο Θησέας έμαθε από τη μητέρα του, Αίθρα, για την καταγωγή του και μπόρεσε να σηκώσει τον βράχο και να βρει όσα είχε κρύψει ο Αιγέας. Αμέσως, ξεκίνησε να πάει στην Αθήνα για να γνωρίσει τον πατέρα του, αλλά όχι με πλοίο, όπως του συνέστησε η προσεκτική πριγκίπισσα. Θέλησε να πάει από την ξηρά, την οποία λυμαίνονταν διάφοροι ληστές, προκειμένου να μιμηθεί κατά κάποιο τρόπο τους άθλους του Ηρακλή, τον οποίο είχε ως πρότυπο, αλλά και να εκκαθαρίσει τον δρόμο ως την Αθήνα από τους εγκληματίες.
Όντως, κοντά στην Επίδαυρο συνάντησε τον Περιφήτη, γνωστό και ως «Κορυνήτη» από το σιδηρό ρόπαλο που χρησιμοποιούσε για να σκοτώνει τους διαβάτες. Ο Θησέας κατόρθωσε να του το αρπάξει και να τον σκοτώσει με αυτό. Στη συνέχεια, στον Ισθμό της Κορίνθου, συνάντησε τον Σίνη τον «Πιτυοκάμπτη» (= αυτόν που λυγίζει τα πεύκα), ο οποίος έσχιζε στα δύο τα θύματά του δένοντάς τα ανάμεσα σε δύο λυγισμένα πεύκα. Ο Θησέας τον θανάτωσε με τον ίδιο τρόπο. Όχι πολύ μακριά από τον Ισθμό, στην Κρομμυώνα (Άγιοι Θεόδωροι), ο Θησέας σκότωσε την αγριόχοιρο Φαία, η οποία έκανε μεγάλες καταστροφές στην περιοχή. Στις Σκιρωνίδες Πέτρες, τη σημερινή Κακιά Σκάλα, αντιμετώπισε τον ομώνυμο ληστή, τον Σκίρωνα, ο οποίος ανάγκαζε τους περαστικούς να του πλένουν τα πόδια, οπότε καθώς εκείνοι ήταν σκυμμένοι τους κλοτσούσε και τους έριχνε στον γκρεμό, όπου τους έτρωγε μία τεράστια χελώνα. Ο Θησέας που αντιλήφθηκε το σχέδιό του ληστή, τον έριξε στον γκρεμό και έπειτα σκότωσε τη χελώνα και μετέτρεψε το κέλυφός της σε ασπίδα. Προχωρώντας στην Ελευσίνα, ο ήρωας πάλεψε με τον Κερκύονα, που σκότωνε τους διαβάτες πνίγοντάς τους με ένα ισχυρό εναγκαλισμό και τους θανάτωσε χτυπώντας το κεφάλι τους στη γη. Τέλος, στον Κηφισό στην Ιερά Οδό (κοντά στο σημερινό Δαφνί), εξόντωσε και τον Πολυπήμονα, τον πατέρα του Σίνη, γνωστότερο ως «Προκρούστη» επειδή εξαπατούσε τους ταξιδιώτες και τους παρέσυρε στο σπίτι του, όπου τους εξάρθρωνε τα πόδια ή τους τα έκοβε με πριόνι για να τους «ταιριάξει» στο κρεβάτι του. Μετά από όλα αυτά, ο Θησέας δέχθηκε κάθαρση από τους υιούς του Φυτάλου, στα ύδατα του Κηφισού, για τις δολοφονίες όλων των ληστών, ώστε να αντικρίσει για πρώτη φορά τον πατέρα του ως εξαγνισμένος ήρωας.

Στην Αθήνα

Χωρίς να αποκαλύψει ποιος είναι, ο Θησέας εμφανίστηκε στον πατέρα του ως ξένος. Ωστόσο η Μήδεια κατάλαβε την ταυτότητά του και φοβήθηκε ότι θα πάρει τη διαδοχή από τον γιο που στο μεταξύ είχε αποκτήσει η ίδια με τον Αιγέα. Για τον λόγο αυτό έπεισε τον βασιλιά ότι έπρεπε να εξοντώσουν τον ξένο και έφτιαξε ένα δηλητήριο με βάση το «ακόνιτον», θανατηφόρο βότανο που προερχόταν από τα σάλια του Κέρβερου. Αλλά την ώρα του δείπνου ο Θησέας τράβηξε το σπαθί του για να κόψει το κρέας, οπότε ο πατέρας του αναγνώρισε το όπλο που είχε κρύψει στην Τροιζήνα, κληρονομιά του παππού του, του Κέκροπα. Τότε ο Αιγέας παρενέβη αμέσως και γλίτωσε τον γιο του από το δηλητηριασμένο φαγητό. Η Μήδεια έφυγε από την Αθήνα με τον γιο της Μήδο. Ο αδελφός του Αιγέα Πάλλαντας και οι 50 γιοι του, οι Παλλαντίδες προσπάθησαν να σφετερισθούν τον θρόνο, αλλά ο Θησέας τους απέτρεψε και επιβεβαίωσε την εξουσία του πατέρα του.

Ο ταύρος του Μαραθώνα

Ο άγριος ταύρος της Κρήτης, που συνέλαβε ο Ηρακλής κατά τον έβδομο άθλο του και τον οποίο ο δειλός Ευρυσθέας τον είχε αφήσει ελεύθερο, είχε καταφύγει στην ευρύτερη περιοχή του Μαραθώνα και επέφερε καταστροφές. Ο Θησέας πήγε να τον αναζητήσει (κάποιοι συγγραφείς εμφανίζουν την αιχμαλώτιση του «Μαραθώνιου Ταύρου» ως αποστολή που ανέθεσε ο Αιγέας στον ήρωα πριν τον αναγνωρίσει, πιστεύοντας ότι έτσι ο Θησέας θα σκοτωνόταν). Στον δρόμο τον έπιασε καταιγίδα και βρήκε καταφύγιο στην καλύβα μιας γριάς, της Εκάλης. Εκείνη, επιθυμώντας να τον ευχαριστήσει επειδή είχε σκοτώσει τον Κερκύονα, θύματα του οποίου ήταν και οι δύο γιοι της, τον φιλοξενεί και υπόσχεται θυσία στον Δία αν ο ήρωας επέστρεφε σώος από το κυνήγι. Κατά τον γυρισμό του Θησέως, η Εκάλη είχε ήδη πεθάνει, οπότε οι κάτοικοι της περιοχής ανέλαβαν να τελέσουν τη θυσία, προς τιμή του «Εκαλείου Διός». Στον Μαραθώνα, ο ήρωας κατόρθωσε να αιχμαλωτίσει ζωντανό τον ταύρο. Τον οδήγησε στην Αθήνα δεμένο από τα κέρατα διασχίζοντας τους δρόμους της μπροστά στους έκπληκτους Αθηναίους, ανέβηκε στην Ακρόπολη και εκεί τον θυσίασε στους θεούς.

Η αποστολή για τον Μινώταυρο


Το γνωστότερο κατόρθωμα του Θησέα υπήρξε η θανάτωση του Μινώταυρου. Ο Μίνωας, για να τιμωρήσει τους Αθηναίους επειδή σκότωσαν τον γιο του Ανδρόγεω, κήρυξε πόλεμο στον οποίο νίκησε. Ως ποινή των Αθηναίων όρισε κάθε εννιά χρόνια εφτά νέοι Αθηναίοι και εφτά νέες Αθηναίες να στέλνονται στην Κρήτη και να κατασπαράζονται από τον Μινώταυρο μέσα στον Λαβύρινθο. Ο Θησέας αποφάσισε να σαλπάρει για την Κρήτη και να θέσει τέλος στη ντροπιαστική εισφορά σε αίμα. Πήρε τη θέση ενός από τους 7 νέους και απέπλευσε μαζί τους από το Φάληρο στις αρχές του μήνα Μουνιχιώνα. Στη Σαλαμίνα επέλεξε ως κυβερνήτη του πλοίου τον ικανότατο Ναυσίθοο και ως πρωρέα τον Φαίακα, αφού τότε οι Αθηναίοι δεν είχαν ακόμα ασχοληθεί με τη ναυτιλία. Καταπλέοντας στην Κρήτη γνώρισε την κόρη του Μίνωα, την Αριάδνη, και οι δύο νέοι ερωτεύτηκαν. Η Αριάδνη τον έβαλε να υποσχεθεί ότι θα την έπαιρνε στην πατρίδα του και θα την νυμφευόταν. Μετά, του έδωσε ένα κουβάρι κλωστή, τον «Μίτο της Αριάδνης», ώστε όταν ο Θησέας έμπαινε στον λαβύρινθο να το ξετυλίγει, για να μπορέσει έπειτα, αφού σκοτώσει τον Μινώταυρο, να βρει την έξοδο. Πράγματι, ο ήρωας στερέωσε τη μία άκρη στην είσοδο του δαιδαλώδους οικήματος, αναζήτησε, βρήκε και σκότωσε το τέρας, και ξανατυλίγοντας τον μίτο κατάφερε να βγει από τον Λαβύρινθο. Εκμεταλλευόμενοι το σκοτάδι της νύχτας, ο Θησέας, η Αριάδνη και οι υπόλοιποι νέοι δραπέτευσαν στο λιμάνι και πήραν με το πλοίο τους το ταξίδι της επιστροφής.
Στο ταξίδι ωστόσο έκαναν μία στάση στη Νάξο. Εκεί, στο όνειρο του Θησέα εμφανίστηκε ο θεός Διόνυσος και του είπε ότι έπρεπε να φύγουν από το νησί χωρίς την Αριάδνη, αφού ήταν γραφτό να μείνει εκεί και να γίνει γυναίκα του. Η Αριάδνη έμεινε στη Νάξο και παντρεύτηκε τον θεό Διόνυσο κι έτσι αναπτύχθηκε και η λατρεία της σαν θεότητα στο νησί. Ο Διόνυσος (ή η Αφροδίτη ή οι Ώρες) της χάρισε χρυσό στεφάνι, έργο του Ηφαίστου, και την έφερε μαζί του στον Όλυμπο. Η θνητή Αριάδνη έφθασε έτσι να γίνει αθάνατη σύζυγος θεού. Απαραίτητη ήταν και μια στάση στο ιερό νησί της Δήλου για την προσφορά θυσίας στον Απόλλωνα.
Πριν την αναχώρηση, Αιγέας και Θησέας είχαν συμφωνήσει ότι ο δεύτερος θα σήκωνε τα λευκά πανιά αν ολοκλήρωνε με επιτυχία την αποστολή, αλλιώς οι σύντροφοί του θα άφηναν τα μαύρα, με τα οποία είχαν αναχωρήσει σε ένδειξη πένθους. Εξαιτίας όμως ίσως κάποιας κατάρας της Αριάδνης (την Αριάδνη την είχε εγκαταλείψει στη Νάξο) κανένας δεν θυμήθηκε να αλλάξει τα πανιά. Ο Αιγέας βλέποντας το πλοίο να φθάνει με μαύρα πανιά από το ακρωτήριο Σούνιο αυτοκτόνησε από την απελπισία του πέφτοντας κάτω από τον βράχο, δίνοντας έτσι στο Αιγαίο Πέλαγος το όνομά του. 
Βέβαια η λογικότερη εκδοχή τοποθετεί αλλού το σημείο παρατηρήσεως, αφού θα ήταν δύσκολο ο Αιγεύς να βρίσκεται συνεχώς επί εβδομάδες σε τόσο μακρινό (για την εποχή) σημείο όπως το Σούνιο έχοντας παρατήσει τα βασιλικά του καθήκοντα περιμένοντας τον Θησέα: έτσι λοιπόν, ο Αιγέας έβλεπε προς τη θάλασσα από τον ναό της Αθηνάς Νίκης στην Ακρόπολη, όπου υπήρχε πύργος. Βλέποντας το πλοίο να επιστρέφει με μαύρα πανιά, έπεσε από τον πύργο και σκοτώθηκε. Στη θέση που έπεσε οι Αθηναίοι ίδρυσαν ένα μικρό φερώνυμο ιερό, το Αιγείον, που το κατέγραψε ο Παυσανίας ανεβαίνοντας στην Ακρόπολη. Μόλις ο Θησέας επέστρεψε στην Αθήνα, οι Αθηναίοι εόρτασαν τον γυρισμό του και τη νίκη του, που τους λύτρωσε από τον τρομερό φόρο, και τον ανακήρυξαν αμέσως βασιλιά τους.

Ο Θησέας ως βασιλιάς


Ο Θησέας υπήρξε ένας από τους καλύτερους βασιλιάδες για την Αθήνα.Βασίλεψε 30 χρόνια. Θεμελίωσε το μεγαλείο των Αθηνών ενώνοντας τους δήμους της Αττικής, γεγονός του οποίου την ανάμνηση εόρταζαν οι Αθηναίοι στις 16 Εκατομβαιώνος με τα «Συνοίκια» ή «Συνοικέσια». Ο Θησέας διαίρεσε τους πολίτες σε τρεις τάξεις: στους ευγενείς, στους κτηματίες και στους δημιουργούς (χειρώνακτες και τεχνίτες). Σημείωσε και πολεμικές επιτυχίες καταλαμβάνοντας τη Μεγαρίδα και στη συνέχεια νικώντας τις Αμαζόνες, οι οποίες είχαν εκστρατεύσει κατά της Αττικής για να απελευθερώσουν την Αντιόπη. Κυρίως όμως κατετρόπωσε τους Κενταύρους μαζί με τον φίλο του βασιλιά των Λαπίθων Πειρίθοο. Ο Πειρίθοος ήταν φίλος του Θησέα από τότε που πήγε να αρπάξει τα βόδια του. Ενώ κόντεψαν να αλληλοσκοτωθούν, οι θεοί τους ενέπνευσαν αμοιβαία συμπάθεια, ώστε μόλις κοίταξε ο ένας τον άλλο πέταξαν τα όπλα στην άκρη και από τότε έγιναν αχώριστοι. Μαζί απήγαγαν από τη Σπάρτη την Ωραία Ελένη όταν αυτή ήταν ακόμα 12 ετών και χόρευε γύρω από τον βωμό του ναού της Ορθίας Αρτέμιδος. Τότε είχαν ρίξει κλήρο και η Ελένη έπεσε στον Θησέα. Ο ήρωας την έφερε στην Αττική και την εμπιστεύθηκε στη μητέρα του, την Αίθρα.
Μαζί κατέβηκαν, αμέσως μετά, και στον κάτω κόσμο για να αρπάξουν την Περσεφόνη, την οποία είχε ερωτευθεί ο Πειρίθοος. Ο Πλούτωνας όμως τους αντιλήφθηκε και τους έβαλε να καθίσουν σε μια πέτρα από όπου δεν μπορούσαν να ξανασηκωθούν. 
Στο μεταξύ, οι αδελφοί της Ωραίας Ελένης (οι Διόσκουροι) πήγαν στην Αττική για να πάρουν πίσω την αδελφή τους. Δεν θα την έβρισκαν, όμως, αν ο Ακάδημος δεν τους έδειχνε το μέρος που την έκρυβαν. Εξαιτίας αυτής της μυθολογικής ευεργεσίας, όταν οι Σπαρτιάτες κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο κατέστρεψαν την Αττική, σεβάσθηκαν την Ακαδήμεια, το ιερό του Ακαδήμου. Οι Διόσκουροι πήραν την αδελφή τους και την Αίθρα (τη δεύτερη ως σκλάβα), και επέστρεψαν στη Σπάρτη, αφού πρώτα ανακήρυξαν βασιλιά των Αθηνών τον Μενεσθέα. Χρόνια μετά, ο Ηρακλής κατέβηκε στον Άδη και ελευθέρωσε τον Θησέα, που γύρισε στην Αθήνα. Επειδή βρήκε τους Αθηναίους εναντίον του, ο Θησέας τους καταράστηκε. Ο τόπος όπου κατά τον μύθο εκστόμισε την κατάρα, υποτίθεται ότι σωζόταν στον αρχαίο δήμο του Γαργηττού και ονομαζόταν Αρατήριον.

Ο θάνατος του Θησέα

Στη συνέχεια, ο Θησέας έφυγε από την Αθήνα και πήγε στη νήσο Σκύρο. Ο βασιλιάς του νησιού, ο Λυκομήδης, αρχικά τον καλοδέχθηκε, αλλά μετά από κάποιο διάστημα τον πήγε δήθεν για περίπατο στο ψηλότερο σημείο και τον έσπρωξε στον γκρεμό. Ο Θησέας έπεσε και σκοτώθηκε. Σύμφωνα με άλλη μυθολογική παράδοση, επρόκειτο για αυτοκτονία. Οι Αθηναίοι τον θυμήθηκαν χρόνια μετά, όταν τα παιδιά του, ο Δημοφών και ο Ακάμας, πήραν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο μαζί με τον Μενεσθέα.

Αιγέας, ο βασιλιάς της Αθήνας

 Ο Αιγέας ήταν ο ένατος στη σειρά μυθικός βασιλιάς της αρχαίας Αθήνας, όπου βασίλεψε γύρω στον 13ο αιώνα. Καταγόταν απ’ ευθείας από τη γενιά του Ερεχθέα, βασίλεψε 49 χρόνια.

Ήταν γιος του Πανδίων και της Πυλίας, θυγατέρας του βασιλιά των Μεγάρων Πύλαντα, και αδερφός του Νίσου, του Πάλλαντα και του Λύκου. Ο πατέρας του ήταν βασιλιάς της Αθήνας, αλλά τον είχαν εκθρονίσει οι Μητιονίδες κι αυτός είχε καταφύγει στα Μέγαρα. Μετά το θάνατο του πατέρα του, ο Αιγέας κατόρθωσε να γυρίσει στην Αθήνα και να ανακτήσει την εξουσία. 
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, ο Αιγέας είχε την ατυχία να μη μπορεί να αποκτήσει παιδί ή ότι αποκτούσε παιδιά αλλά μόνο κορίτσια και γι’ αυτό ήθελε να αποκτήσει ένα αγόρι. Νομίζοντας πως η αιτία ήταν κάποιος θυμός της θεάς Αφροδίτης, ίδρυσε στην Αθήνα το πρώτο ιερό καθιερώνοντας έτσι τη λατρεία της Ουράνιας Αφροδίτης. Ωστόσο ο πόθος του δεν εκπληρώθηκε. Απελπισμένος πήγε στο Μαντείο των Δελφών να ζητήσει συμβουλή. Εκεί η Πυθία τού έδωσε το χρησμό που πήρε από τη Θέμιδα.


Ο χρησμός έλεγε: "Ασκού τον προύχοντα πόδα, μέγα φέρτατε λαών, μη λύσης, πριν εις άκρον Αθηναίων αφίκειας" δηλαδή «Μη λύσεις το προεξέχον πόδι του ασκού, μεγάλε αρχηγέ των λαών, πριν φτάσεις στο δήμο των Αθηναίων». Ο ασκός που ανέφερε ο χρησμός ήταν το ασκί, όπου έβαζαν κρασί οι αρχαίοι, και το πόδι που προεξείχε ήταν το μέρος απ’ όπου το γέμιζαν. Και ήθελε να πει πως δεν έπρεπε να πιει πολύ κρασί και να μεθύσει πριν φτάσει στην πατρίδα του. Αλλά ο Αιγέας, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος, δεν κατάλαβε τη σημασία του χρησμού γι’ αυτό πήγε στον Πιτθέα, το βασιλιά της Τροιζήνας, που ήταν σοφός και ζήτησε τη γνώμη του. Πρωτύτερα όμως συνάντησε στην Κόρινθο τη Μήδεια, η οποία κατάλαβε το νόημα του χρησμού αλλά δεν του φανέρωσε την αλήθεια. Ο Πιτθέας μάντεψε το χρησμό αλλά δεν έδωσε την πραγματική εξήγηση στον Αιγέα. Το ίδιο βράδυ οργάνωσε στο παλάτι του λαμπρό βασιλικό γλέντι για να διασκεδάσει την κακοκεφιά του Αθηναίου βασιλιά. Στο τραπέζι ανοίχτηκαν ασκιά με διαλεχτά κρασιά και η κόρη του Πιτθέα, η πεντάμορφη βασιλοπούλα Αίθρα, κερνούσε συνέχεια τον Αιγέα ώσπου τον μέθυσε. Έτσι μεθυσμένο τον πάντρεψε ο Πιτθέας με την Αίθρα, θέλοντας έτσι ν’ αποκτήσει εγγονό και διάδοχο ισχυρού πατέρα.


Όταν ξεμέθυσε ο Αιγέας και κατάλαβε την πονηριά του Πιτθέα, άφησε την Αίθρα κι έφυγε μόνος του για την Αθήνα. Πριν φύγει είπε στην Αίθρα ότι αν από το γάμο τους γεννηθεί γιος, να τον αναθρέψει αντάξια του πατέρα του χωρίς να φανερώσει την ταυτότητά του, και όταν μεγαλώσει και γίνει έφηβος να έρθει στην Αθήνα να τον συναντήσει. Λέγοντας αυτά στην Αίθρα, ο Αιγέας την οδήγησε στο δρόμο προς την Ερμιόνη, όπου υπήρχε μία μεγάλη πέτρα, ο «βωμός του Σθενίου Διός», δηλαδή βωμός του δυνατού Δία, όπως την ονόμαζαν. Κάτω από την πέτρα αυτή, ο Αιγέας τοποθέτησε το ξίφος και τα σανδάλια του λέγοντας στην Αίθρα ότι όταν ο γιος τους σηκώσει αυτή την πέτρα, να φορέσει τα σανδάλια και να ζωστεί το ξίφος ώστε όταν έρθει στην Αθήνα να μπορέσει να τον αναγνωρίσει.


Φτάνοντας στην Αθήνα, ο Αιγέας σε λίγο καιρό έμπλεξε σε πόλεμο με τον πανίσχυρο βασιλιά της Κρήτης, Μίνωα, ο οποίος έφτασε με τα καράβια και το στρατό του, κατέλαβε τα Μέγαρα και πολιόρκησε την Αθήνα. Ο πόλεμος αυτός είχε ως αιτία τη δολοφονία του Ανδρόγεω, γιου του Μίνωα, από τους Αθηναίους, επειδή τους είχε νικήσει στα αγωνίσματα μιας αθλητικής γιορτής ανάμεσα σε Κρήτες και Αθηναίους, όπως γίνονταν συχνά. 
Οι αρχηγοί των Αθηναίων κατέφυγαν τότε στο Μαντείο των Δελφών, ζητώντας τη συμβουλή των θεών για να σωθούν. Μα η Πυθία τούς απάντησε πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος παρά να δεχτούν τους όρους του Μίνωα. Μπροστά στον κίνδυνο μιας φοβερής καταστροφής, ο Αιγέας συνθηκολόγησε με τον Μίνωα, ο οποίος επέβαλε βαρύτατο φόρο για τους Αθηναίους: εφτά κοπέλες και εφτά νέοι από τις καλύτερες οικογένειες, έπρεπε να στέλνονται κάθε χρόνο στην Κρήτη για να παραδίδονται ως τροφή σ’ ένα φοβερό θηρίο, τον Μινώταυρο.


Λίγο καιρό μετά, έφτασε στο παλάτι του Αιγέα η Μήδεια ζητώντας φιλοξενία. Απελπισμένος ο Αιγέας που δεν είχε γιο και από τον πόλεμο με τους εχθρούς του, εξομολογήθηκε τον πόνο του στη Μήδεια. Η Μήδεια τού είπε ότι αν την παντρευόταν θα του έκανε γιο. Και πραγματικά, λίγο καιρό αργότερα, ο Αιγέας από το γάμο του με τη Μήδεια απόκτησε ένα γιο, που τον ονόμασε Μήδο. Στο μεταξύ η Αίθρα απόκτησε κι εκείνη ένα γιο, που δεν ήταν άλλος από τον ήρωα Θησέα
Όταν ο Θησέας έγινε 16 χρονών, ξεκίνησε από την Τροιζήνα για την Αθήνα για να ανταμώσει τον Αιγέα, χωρίς να γνωρίζει πως ήταν ο πατέρας του. Αφού στη διαδρομή έκανε πολλά και διάφορα κατορθώματα, έφτασε στο παλάτι φορώντας τα σανδάλια και το σπαθί του πατέρα του, τα οποία βρήκε σηκώνοντας τη βαριά πέτρα. Η Μήδεια τον αναγνώρισε και είχε αποφασίσει να δηλητηριάσει τον Θησέα αλλά όταν ο Αιγέας αναγνώρισε το γιο του, τον αγκάλιασε και έδιωξε από το παλάτι τη Μήδεια και τον Μήδο.


Ο Αιγέας ενημέρωσε το γιο του για τον βαρύ φόρο αίματος που πλήρωνε στον Μίνωα, και ο Θησέας αποφάσισε τότε να απαλλάξει τους Αθηναίους από τον φρικτό αυτό φόρο. Έτσι ξεκίνησε για την Κρήτη με σκοπό να σκοτώσει τον Μινώταυρο. Καθώς τα πανιά στο καράβι ήταν μαύρα, λόγω του φόρου αίματος, ο Αιγέας ζήτησε ότι αν ο γιος του πετύχει στην αποστολή του και επιστρέψει ζωντανός, να σηκώσουν στην επιστροφή άσπρα πανιά. Όμως ενώ ο Θησέας πέτυχε στην αποστολή του, πάνω στη χαρά τους ούτε ο ίδιος ούτε ο πλοίαρχος θυμήθηκαν να αλλάξουν τα πανιά. Όταν ο Αιγέας είδε από το Σούνιο να φτάνει το καράβι με μαύρα πανιά, νόμισε ότι ο Θησέας ήταν νεκρός και πάνω στην απελπισία του ρίχτηκε στη θάλασσα και σκοτώθηκε. Από τότε η θάλασσα ονομάστηκε Αιγαίο Πέλαγος.

Αγριώνια, γιορτή προς τιμήν του Διονύσου


Τα Αγριώνια ήταν μια νυχτερινή γιορτή που γινόταν στον Oρχομενό της Bοιωτίας και αλλού προς τιμή του Διονύσου. Η γιορτή γινόταν το μήνα Αγριώνιο (Σεπτέμβριος - Οκτώβριος) και διαρκούσε τέσσερις νύχτες.

Κατά τη διάρκεια της γιορτής υπήρχε αρχικά η συνήθεια ο ιερέας να καταδιώκει και να φονεύει κατά τη νύχτα μια γυναίκα της οικογένειας των Μινυών, εξ' αιτίας του ότι οι θυγατέρες του Μινύου, βασιλιά του Oρχομενού, η Λευκίππη, η Αλκιθόη και η ΑρσίππηΑριστίππη ή Αρσινόη) περιφρόνησαν τις τελετές προς τιμή του θεού, αρνούμενες να πάρουν μέρος στη γιορτή κι έμειναν στο σπίτι τους γνέθοντας και υφαίνοντας. Τότε παρουσιάστηκε ο Διόνυσος μπροστά τους μεταμορφωμένος σε μικρό κορίτσι, λιοντάρι, ταύρο και πάνθηρα. Οι συνεχείς μεταμορφώσεις καθώς και η άγρια μουσική που έπαιζε ο αόρατος θίασος του Θεού οδήγησαν τις Μινυάδες σε παραφροσύνη. Έβλεπαν να περιβάλλονται από κισσούς και αμπέλια και από τη στέγη του σπιτιού τους να ρέει κρασί και γάλα. Πάνω στην τρέλα του έφαγαν τον Ίπασσο, το μικρό γιο της Λευκίππης, τον οποίον νόμισαν για ελάφι και στη συνέχεια τριγυρνούσαν στα βουνά σαν αγρίμια. Οι κόρες του Μινύου για τιμωρία μεταμορφώθηκαν σε νυχτερίδες ή πτηνά.

Κατά τη διάρκεια της γιορτής γυναίκες μυημένες στα μυστήρια του Διονύσου, συγκεντρώνονταν τις νύχτες στον ιερό χώρο του θεού έκαναν θυσίες, κι ύστερα ξεχύνονταν και καλούσαν το θεό να παρουσιαστεί. Τον αναζητούσαν επί τρία μερόνυχτα στα δάση και στα βουνά. Στο τέλος της τρίτης ημέρας ο ιερέας του Διονύσου ανακοίνωνε ότι ο θεός είχε πάει για ξεκούραση στο άντρο των Μουσών. Τότε τελείωνε η αναζήτηση κι οι γυναίκες επέστρεφαν στα σπίτια τους. Εκεί έκαναν συμπόσιο κι οι νεότερες προσπαθούσαν να λύσουν τους γρίφους και τα αινίγματα που έλεγαν οι ηλικιωμένες.