Πριν τρεις χιλιάδες χρόνια
περίπου στις πλαγιές ενός αργολικού λόφου άκμασε
μια πολιτεία που το όνομά της ήταν Μυκήνες.
Στην κορυφή του λόφου υψωνόταν η ακρόπολη με τα κυκλώπεια τείχη της και με την
πύλη με τα πέτρινα λιοντάρια. Στη πολιτεία αυτή βασιλιάς ήταν ο Ηλεκτρίωνας γιος του μεγάλου Περσέα που ήταν γιος της Δανάης. Ήταν
δίκαιος και καλός άρχοντας. Σε ένα πανηγύρι μπήκαν οι Τηλεβόες, που κατοικούσαν στην Ακαρνανία,
στην αργολική πεδιάδα και άρπαξαν βόδια, άλογα, γιδοπρόβατα, έσπασαν τις
αποθήκες, πήραν γεννήματα και δυο τρεις άνδρες αιχμαλώτους και έφυγαν
τρέχοντας.
Η απελευθέρωση της Ανδρομέδας από τον Περσέα |
Πέρασε καιρός και ο γέρο
Ηλεκτρύωνας καθισμένος σε ένα κορμό δέντρου καμάρωνε τα βόδια του όταν τον
επισκέφτηκε ο ανιψιός του ο Αμφιτρύωνας.
Του είχε φέρει κακά μαντάτα για τους δυο γιους του οι οποίοι είχαν σκοτωθεί σε
μια μάχη με τους Τηλεβόες, οι οποίοι επιτέθηκαν πάλι στη πόλη των Μυκηνών.
Ο Ηλεκτρύωνας θρήνησε για
το χαμό των παιδιών του και αποφάσισε να πάει να τιμωρήσει τους Τηλεβόες και στη θέση του θα άφηνε τον ανιψιό του. Αυτό
όμως δεν έγινε γιατί κάποια μέρα, ενώ συζητούσαν ανιψιός και θείος για την
εκστρατεία, ακούστηκε μεγάλη φασαρία στο κοπάδι του Ηλεκτρύωνα. Μια δαιμονική
ορμή έσπρωχνε τα βόδια στο γκρεμό. Έτρεξε ο Ηλεκτρύωνας να δει τι συμβαίνει και
χάθηκε μέσα στον κουρνιαχτό που είχε σηκωθεί. Ο Αμφιτρύωνας πήρε μια μεγάλη
κορύνη και πήγε τρέχοντας στο κοπάδι. Μέσα στην αναταραχή ακούστηκε ένας βόγκος
κι ένας κρότος, σαν κορμί που πέφτει. Ο Αμφιτρύωνας έτρεξε προς τα εκεί. Ο γερο
– Ηλεκτρύωνας κειτόταν νεκρός. Η κορύνη που τον είχε χτυπήσει ήταν δίπλα
του.
Ο Αμφιτρύωνας έσκυψε πάνω
του, πήρε το άψυχο κορμί στα χέρια του και τον πήγε στο καλύβι. Οι βοσκοί
στέκονταν γύρω αμίλητοι. Ο Βουκέας,
ο επιστάτης των κοπαδιών, συμβούλεψε τον Αμφιτρύωνα να πάει στις Μυκήνες, στο
μάντη, να του πει τι πρέπει να κάνει για να εξαγνιστεί, αλλιώς οι θεοί δεν θα
τον άφηναν να ησυχάσει.
Χωρίς να χάσει καιρό ο
Αμφιτρύωνας πήρε το δρόμο για τις Μυκήνες για να συναντήσει το μάντη. Μόλις τον
είδε ο μάντης σήκωσε τα χέρια του ψηλά και τον πρόσταξε να μην πλησιάσει το
βωμό γιατί φοβερό κακό έχει κάνει και πρέπει να καθαριστεί.
Τον διέταξε να φύγει από
τις Μυκήνες παίρνοντας μαζί του και την Αλκμήνη
και να πάει στη Θήβα. Εκεί που θα πάει τον περιμένει μέγας θεός που θα τον
τιμήσει και θα τον δοξάσει. Την ίδια μέρα, πάνω σε λαμπρή άμαξα, που την
έσερναν δυο δυνατά άλογα, ο Αμφιτρύωνας και η Αλκμήνη πήραν το δρόμο για τη Θήβα. Βασιλιάς των Μυκηνών και της
Τίρυνθας ορίστηκε ο αδελφός του Ηλεκτρύωνα και θείος του Αμφιτρύωνα, ο Σθένελος,
πατέρας του Ευρυσθέα.
Ο Κέφαλος και το σκυλί του Λάιλαψ |
Λαίλαπας και αλεπού |
Μετά πό αυτό ο Αμφιτρύωνας
είναι έτοιμος για την εκστρατεία του στους Τηλεβόες. Αφού ετοιμάστηκε ο στρατός
ο Αμφιτρύωνας ξεκίνησε για να αντιμετωπίσει τους Τηλεβόες. Στο παλάτι η Αλκμήνη
περνούσε τις μέρες της περιμένοντας τον αγαπημένο της Αμφιτρύωνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου