Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016

" Βερενίκης Πλόκαμος" του Καλλίμαχου



Ο Καλλίμαχος, ονομαστός ποιητής στην αρχαιότητα,  έγραψε το ποίημα « Βερενίκης Πλόκαμος» από το οποίο σώζονται μικρά αποσπάσματα.



Εκείνος που του Απείρου είδε τα φώτα

και ξέρει πότε βγαίνουν, πότε σβήνουν,

πως ο Ήλιος σκοτεινιάζει και τ' αστέρια

στους γύρους των ωρών αλλάζουν δρόμους

κι ο Έρωτας πως στη Λάτμο κρυφοκράζει

απ' τον αιθέριο κύκλο την Τριοδίτη-

είδε κι εμέ ψηλά στον ουράνιο φέγγος,

λαμπρόμορφη της Βερενίκης κόμη.

Υψώνοντας δεητικά τα χέρια

εκείνη στη θεά μ' έκαμε τάμα

όταν ο βασιλιάς νιόγαμπρος πήγε

πολεμιστής των Ασσυρίων τις χώρες,

αφού έστησε στης παρθενιάς τη νίκην

ερωτικά τρόπαια μια νύχτα μόνο.

Οι νιόνυφες μισούν την Αφροδίτη;

ή σβήνουν τη χαρά ψεύτικα δάκρυα

που θλιβερά στο θάλαμο σταλάζουν;

Μα τους θεούς αληθινά στενάζουν

το ξέρω απ' της βασίλισσας τους θρήνους

στη σκληρή μάχην ο άντρας της σαν πήγε.

Την κλίνη που ερημώθηκε πενθούσες, 

ή για το χωρισμό γλυκού αδερφού σου;

Η ερωτική θλίψη βαθιά σε λιώνει

κι ο πόθος την καρδιά πικρά σπαράζει

αλλόφρενη το νου σα να'χεις χάσει!

Μα εγώ σαν μεγαλόψυχη παρθένα

σε γνώρισα και στα μικρά σου χρόνια.

Λησμόνησες το έργο το φημισμένο

που σ' έκαμε του βασιλιά γυναίκα 

και κανένας δεν τόλμησε παρόμοιο;

Τον άντρα θλιβερή αποχαιρετούσες

και με τα κρινοδάχτυλά σου χέρια

εσφούγγιζες τα δακρυσμένα μάτια!

Ποιός τάχα θεός τόσο να σ' έχει αλλάξει!

Και για το γυρισμό του ποθητού σου

στους αθάνατους μ' έχεις κάμει τάμα

με όρκους και με σπονδές απο αίμα ταύρων.

Εκείνος, πριν πολύς καιρός περάσει,

υπόταξε στην Αίγυπτο τις χώρες

της Ασίας κι εγώ για τα έργα τούτα

στων άστρων το χορό ψηλά πηγαίνω

για να λύσω των όρκων της το χρέος.

Βασίλισσα, μ' έκοψες άθελά μου

στο ξανθό σου σ' ορκίζομαι κεφάλι,

κι όποιος για σε ψεύτικους όρκους κάνει

πικρά ας το ξεπληρώσει όπως το αξίζει!

Ν' αντισταθεί στο σίδερο ποιός ξέρει;

Και το ψηλό βουνό έγειρεν ακόμη

που ανέβαινε της Φθίας το ένδοξο τέκνο,

νέο πέλαγο σαν άνοιξαν οι Μήδοι

κι οι βάρβαροι πλεύσανε μες στον Άθω.

Στο σίδερο μπροστά που ξεριζώνει

και όρη, μια κόμη τι μπορεί να κάμει;

Ω Δία, το γένος όλο των χαλύβων

είθε να ξεκληρίσει κι όποιος πρώτος

εζήτησε να βρει στης γης τα σπλάχνα 

το σίδερο, για να το πελεκήσει.

Οι αδερφές μου πλεξίδες εθρηνούσαν

το χωρισμό και τη δική μου μοίρα,

όταν με ανεμοσάλευτα φτερούγια

που αντιχτυπούσαν μες στα αιθέρια πλάτη,

εφάνηκε της Χλώρης Αρσινόης

το άλογο, του Αιθίοπα το αδέρφι,

μ' εσήκωσε και στο άπειρο μ' επήγε

μες στον αγνό κόρφο της Αφροδίτης.

Κι έστειλε δούλο τότε η Ζεφυρίτη

που μένει στου Κανώβου το ακρογιάλι

για να μην έχει χάρη μόνο

το στέμμα της Αριάδνης να 'ναι στ' άστρα,

αλλά κι εμείς, ιερά χρυσά στολίδια,

της ξανθής κόμης να φεγγοβολούμε.

Δακρύβρεχτο με πάει στα θεία τεμένη

η θεά σαν άστρο νέο στ' αρχαία τ' αστέρια.

Στο φως του Λιονταριού και της Παρθένας,

που λάμπουν πλάι στην Καλλιστώ την κόρη,

είμαι κι εγώ και προς τη δύση γέρνω

σαν οδηγός του αργόσυρτου Βοώτη

που χάνεται στερνός στα ωκεάνια βάθη

Οι θεοί τη νύχτα με πατούν, με κρύβουν,

μα σαν χαράζει στην Τηθύα γυρίζω.

[Συχώρεσε ό,τι λέω, Ραμνούσια κόρη,

και την αλήθεια δε θα μ' εμποδίσει

της ψυχής τα κρυφά να εξιστορήσω].

Όχι χαρά, μα βαθιά θλίψη νιώθω

γιατί πάντα μακριά είμαι από την κόρη.

Όταν ήτανε ξέγνοιαστη παρθένα

μ' εράντιζε με μύρα μοσκοβόλα.

Νιόνυφες, τώρα που σας ζευγαρώνει

γάμου λαμπάδα ποθητή, μη δώστε

στους άντρες το κορμί, μην ξεγυμνώστε

τα στήθη σας, προτού για με σταλάξει

μύρο ακριβό από σας που λαχταράτε,

όσα προνόμια σε αγνή κλίνη πρέπουν.

Μα όποια του γάμου επρόδωσε την πίστη

η γη ας πιει την ακάθαρτη σπονδή της,

κι από ανάξιες δεν θέλω άπρεπα δώρα.

Η ομόνοια μες στα σπίτια σας να μένει

πάντα κι η αγάπη μες στ' αγνά σας στήθια.

Κι εσύ όταν θα τιμάς την Αφροδίτη

με γιορτινές λαμπάδες κάτου απ' τ' άστρα,

βασίλισσα, μη δέεσαι, μονάχα,

με σπονδές χύνε πάντα πλούσιων μύρων

για κείνη και για μένα. Αχ! να μπορούσα

κόμη βασιλική να ξαναγίνω

κι ο Ωρίωνας στον Υδροχόον ας φέξει.



(Μετάφραση: Μαρίνος Σιγούρος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου